- τρίχους
- τρί-χους, ουν, drei χοῦς fassend, enthaltend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τρίχους — ουν, και οος, οον, Α 1. αυτός που περιλαμβάνει τρεις χόες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχοον μέτρο το οποίο περιλαμβάνει τρεις χόες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χοος / χους (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. τετρά χους] … Dictionary of Greek
τρίχους — τριχόω furnish imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχοον — τὸ, Α βλ. τρίχους … Dictionary of Greek
τριχουνιαίος — αία, ον, Α τρίχους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχοον / ουν + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek